αντιδιαδήλωση

αντιδιαδήλωση
η
διαδήλωση που γίνεται για αντίδραση σε άλλη διαδήλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + διαδήλωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντιδιαδηλώνω — κάνω αντιδιαδήλωση ή μετέχω σ αυτήν …   Dictionary of Greek

  • Φεβρουαριανά — 1. Στάση που οργανώθηκε στην Αθήνα (8 Φεβρουαρίου 1863) από τον στρατηγό Δ. Γρίβα ενάντια στον Δ. Βούλγαρη, μέλος της άρχουσας τριανδρίας, ο οποίος με τη σειρά του προσπάθησε να προκαλέσει αντίθετη κίνηση. Στρατιωτικά σώματα κάλεσαν τον λαό σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”